- χρυσοποικιλτικός
- -ή, -όαυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο χρυσοποικιλτή ή στη διακόσμηση με χρυσό.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
χρυσοποικιλτικός — ή, ό, Ν [χρυσοποικιλτής] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον χρυσοποικιλτή 2. το θηλ. ως ουσ. η χρυσοποικιλτική η τέχνη τού χρυσοποικιλτή … Dictionary of Greek